Άλεν, Γούντι

Άλεν, Γούντι
(Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg). Ξεκίνησε γράφοντας κωμικά κείμενα για το θέατρο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες και μεταπήδησε στον κινηματογράφο κατά τα μέσα της δεκαετίας του ΄60, αρχικά ως σεναριογράφος. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο έγινε το 1969 με το Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία. Σκηνοθετεί κυρίως σατιρικές κωμωδίες, αλλά και δράματα χαρακτήρων, όπου πάντοτε γράφει τα σενάρια, ενώ πολλές φορές πρωταγωνιστεί. Οι ταινίες του Ά. σχολιάζουν εύστοχα τις νευρώσεις του σύγχρονου ανθρώπου (με τον ίδιο ως χαρακτηριστική φιγούρα) και ξεχωρίζουν για το δηκτικό χιούμορ, την απλότητα του ύφους και τις εξαίρετες ερμηνείες. Έχει βραβευτεί τρεις φορές με Όσκαρ για το σενάριο και τη σκηνοθεσία στην ταινία Ο νευρικός εραστής (1977) και το σενάριο στο Η Χάνα και οι αδελφές της (Hanna and her Sisters, 1986), σε σύνολο 20 υποψηφιοτήτων. Άλλες ενδεικτικές ταινίες του: Ο υπναράς (Sleeper, 1973), Μανχάταν (Manhattan, 1979), Μέρες Ραδιοφώνου (Radio Days, 1987), Απιστίες και αμαρτίες (1989), Ακαταμάχητη Αφροδίτη (1996) κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Γουίβερ, Σιγκούρνι — (Sigourney Weaver, Νέα Υόρκη 1949 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Αποφοίτησε από το θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου Γέιλ και άλλαξε το όνομά της από Σούζαν σε Σιγκούρνι, επηρεασμένη από την αντίστοιχη ηρωίδα του βιβλίου Ο μεγάλος… …   Dictionary of Greek

  • Γουίστ, Νταϊάν — (Dianne Wiest, Κάνσας 1948 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε μπαλέτο στη Νέα Υόρκη και οι πρώτοι ρόλοι της στον κινηματογράφο ήταν σχετικοί με τον χορό. Ο σκηνοθέτης Γούντι Άλεν ήταν αυτός που την ανέδειξε και την έβαλε να… …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… …   Dictionary of Greek

  • Λιούμπιτς, Ερνστ — (Ernst Lubitsch, Βερολίνο 1892 – 1947). Γερμανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ηλικία 19 ετών (1911), συμμετέχοντας στο Deutsches Theater του Μαξ Ράινχαρτ. Μέχρι το 1913 είχε ήδη πρωταγωνιστήσει σε… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουκς, Μελ — (Mel Brooks, Μπρούκλιν 1926 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ηθοποιού και παραγωγού Μέλβιν Καμίνσκι (Melvin Kaminsky). Πολυμήχανος, οξυδερκής, ταλαντούχος και αυτοδίδακτος στο ξεκίνημα του ηθοποιός της stand up… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”